εύκλωνος

εύκλωνος
ος , ον развесистый, с хорошими ветками

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εύκλωνος" в других словарях:

  • εύκλωνος — εὔκλωνος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους κλώνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλωνος (< κλων «κλαδί»), πρβλ. μονό κλωνος, πολύ κλωνος] …   Dictionary of Greek

  • εὔκλωνον — εὔκλωνος with fine twigs masc/fem acc sg εὔκλωνος with fine twigs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεὔκλωνον — εὔκλωνον , εὔκλωνος with fine twigs masc/fem acc sg εὔκλωνον , εὔκλωνος with fine twigs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»